- σπουδαγμένος
- -η, -ο, Νβλ. σπουδάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπουδάζω — σπουδάζω, σπούδασα, σπουδασμένος και σπουδαγμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σπουδάζω : η μτχ. σπουδασμένος (ή σπουδαγμένος) χρησιμοποιείται συχνά ως επίθετο (→ μορφωμένος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σπουδάζω — ΝΜΑ, και σπουδάχνω Ν ασχολούμαι με κάτι επιμελώς και με προσοχή, μελετώ με προσοχή κάτι ώστε να τό μάθω (α. «σπουδάζει ιατρική» β. «ἐσπούδαζε διδάσκων», Ξεν.) νεοελλ. 1. (μτβ.) α) παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να σπουδάσει μια επιστήμη ή τέχνη… … Dictionary of Greek
σπουδάζω — σπούδασα, σπουδαγμένος και σπουδασμένος 1. ασχολούμαι συστηματικά με την εκμάθηση κάποιας τέχνης ή επιστήμης: Ο μεγάλος γιος του σπουδάζει γιατρός. 2. παρέχω τα μέσα σε κάποιον να σπουδάσει: Φιλοδοξία του είναι να σπουδάσει όλα του τα παιδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπουδασμένος — σπουδασμένος, η, ο και σπουδαγμένος, η, ο αυτός που έχει σπουδάσει, μορφωμένος: Οι σπουδαγμένοι είναι καμιά φορά χειρότεροι από τους αγράμματους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)